- πέρσι
- επίρρ. в прошлом году
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πέρσι — επίρρ. βλ. πέρυσι … Dictionary of Greek
Λιούις, Πέρσι Γουίνταμ — (Percy Wyndham Lewis, Νόβα Σκότια 1884 – Λονδίνο 1957). Άγγλος συγγραφέας και ζωγράφος. Πρωτοεμφανίστηκε ως ζωγράφος στις παραμονές του Α’ Παγκοσμίου πολέμου, δημιουργώντας το κίνημα vorticism, το οποίο αντιτασσόταν στον φουτουρισμό. Διηύθυνε… … Dictionary of Greek
Μπρίτζμαν, Πέρσι Γουίλιαμς — (Percy William Bridgman, Κέιμπριτζ, Μασαχουσέτη 1882 – Ράντολφ, Νιου Χαμσάιρ 1961). Αμερικανός επιστημολόγος και φυσικός. Οι στοχασμοί του για την κρίση της επιστημονικής σκέψης, ειδικά μετά την ανακάλυψη της σχετικότητας, τον οδήγησαν να… … Dictionary of Greek
Σέλεϊ, Πέρσι Μπις — (Percy Bysshe Shelley). Άγγλος ποιητής (Φηλντ Πλαίης, Σάσεξ 1792 Κόλπος της Λα Σπέτσια 1822). Μετά την αποφοίτηση του από το κολέγιο του Ήτον, συνέχισε τις σπουδές του στην Οξφόρδη, όπου έγραψε και κυκλοφόρησε ένα φυλλάδιο με τον τίτλο Η ανάγκη… … Dictionary of Greek
περσίνου — περσί̱νου , περί σίνομαι harm pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) περσί̱νου , περί σίνομαι harm imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) περί σινόω pres imperat act 2nd sg περί σινόω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περσίνης — περσί̆νης , περί σίνομαι harm aor ind mp 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέρσις — πέρσῑς , πέρσις sacking fem acc pl (epic doric ionic aeolic) πέρσις sacking fem nom sg πέρσις sacking fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέρυσι — και πέρσυ ΝΜΑ, και πέρσι και επέρσι Ν, πέρυσιν Μ, και δωρ. τ. πέρυτι και πέρυτις, αιολ. τ. πέρρυσι και πέρυσυ και πέρισυ, Α κατά το προηγούμενο έτος, κατά την περασμένη χρονιά νεοελλ. 1. φρ. «κάθε πέρσι και καλύτερα» όσο περνούν τα χρόνια η… … Dictionary of Greek
μπαλάντα — Ποιητική σύνθεση, στην οποία διακρίνονται ιστορικά δύο τύποι: η παλιά μ. και η νεώτερη ή ρομαντική. Στην Ιταλία η παλιά μ., που λέγεται και canzone a ballo (= τραγούδι με χορό), είχε λαϊκή προέλευση και γεννήθηκε από τη συνήθεια οι κινήσεις του… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek